Blogger Widgets

Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Λεξικό

ΙΩΑΝΝ. ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ "Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης"

μπορείτε να κατεβάσετε το λεξικό σε αρχαίο pdf πατώντας εδώ

χάρτες

 για το μάθημα της Ιστορίας

α) Αρχαία Ιστορία



β) Βυζαντινή Ιστορία



γ) Νεότερη Ιστορία





Γυμνάσιο Στυλίδας

"ζωγραφίζοντας το σχολείο μας"









Το σχολείο πηγή έμπνευσης και δημιουργίας για τους εκπαιδευτικούς

Με πρωτεργάτη την κυρία Στέλλα Μαντοπούλου, καθηγήτρια καλλιτεχνικών
και συνεργάτες πολλούς συναδέλφους, το σχολείο μας έγινε ζωντανό και πολύχρωμο!

Υπαίθρια έκθεση του συλλόγου ΣΚΕΤΚΕ στα στενά της Λαμίας

εκπληκτική υπαίθρια έκθεση ζωγραφικής






Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

"Το άνθος του γιαλού"







Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.
Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.
Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:
- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.
- Καὶ τί εἶναι;
- Εἶναι...
Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.
Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;
Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.
Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.
Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.
- Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σὰς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;
Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.
Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:
- Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;
Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
- Ἀκοῦστε νὰ σὰς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιά, τὴν μαννοὺ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σὰς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τους Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
- »Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».

Στρατής Μυριβήλης

γεννήθηκε σαν σήμερα 30 Ιουνίου

ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (1890- 1969)

Ο Στρατής Μυριβήλης (πραγματικό όνομα Ευστράτιος Σταματόπουλος) γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου, πρωτότοκος γιος του Χαράλαμπου Σταματόπουλου και της Ασπασίας το γένος Γεωργιάδη. Φοίτησε στην Αστική Σχολή Συκαμιάς και στη συνέχεια στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης, από όπου αποφοίτησε το 1910. Το 1912 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, εργαζόμενος παράλληλα ως συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες. Τις σπουδές του εγκατέλειψε σύντομα για λόγους βιοπορισμού. Κατατάχτηκε εθελοντικά το 1912 και πολέμησε στους βαλκανικούς πολέμους (όπου τραυματίστηκε στο πόδι), στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία (ως ανθυπολοχαγός). Μετά την καταστροφή της Σμύρνης έφυγε για τη Λέσβο, όπου έζησε ως το τέλος του 1932, οπότε εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου άρχισε να γράφει τη Ζωή εν τάφω και το 1920 παντρεύτηκε την Ελένη Δημητρίου, με την οποία απέκτησε δυο γιους και μια κόρη. Από το 1925 ως το 1933 στήριξε το Εργατικό Κόμμα του Α.Παπαναστασίου, τόσο από τη Λέσβο, όσο και από την Αθήνα. Στη Λέσβο συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Σάλπιγξ, Ελεύθερος Λόγος, Καμπάνα, Ταχυδρόμος και άλλες, δημοσιεύοντας πεζογραφήματα, ποιήματα, άρθρα και χρονογραφήματα, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Εθνικού Συνδέσμου Ελλήνων Επιστράτων Αιγαίου και στρατεύτηκε στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας, ενώ μετά την καταστροφή τάχθηκε υπέρ της Στρατιωτικής Επανάστασης. Στην Αθήνα συνεργάστηκε με εφημερίδες όπως η Καθημερινή, η Εθνική, η Ακρόπολις, η Πρωία, η Απογευματινή, η Ελευθερία και περιοδικά όπως ο Θεατής, η Νέα Εστία, η Ελληνική δημιουργία, ο Ακρίτας, τα Στρατιωτικά Νέα. Εργάστηκε επίσης στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων (από όπου απολύθηκε το 1955 με το βαθμό του Διευθυντή Α’ τάξεως, έχοντας συμπληρώσει το όριο ηλικίας). Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου δήλωσε ανοιχτά την αντίθεσή του προς την κομμουνιστική ιδεολογία. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Ακαδημίας Αθηνών (εκλέχτηκε το 1958 μετά από πέντε υποψηφιότητες που απορρίφθηκαν) και τιμητικό μέλος του Διεθνούς Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας (1940 για το Γαλάζιο βιβλίο) και το Σταυρό του Ταξιάρχη του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου Α΄ (1959). Πέθανε άρρωστος από βρογχοπνευμονία στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού στην Αθήνα. Η πρώτη εμφάνιση του Στρατή Μυριβήλη στο χώρο της λογοτεχνίας σημειώθηκε το 1915 με τη συλλογή διηγημάτων Κόκκινες ιστορίες. Στα πρώτα του βήματα συνδέθηκε με τη λογοτεχνική γενιά του 1920, η οποία δέχτηκε έντονη την επίδραση του Κωστή Παλαμά των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων των αρχών του αιώνα (Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή). Σύντομα ωστόσο αποδεσμεύθηκε από την απαισιόδοξη κοσμοθεωρία των συγχρόνων του και αναδείχθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους αντιμιλιταριστές συγγραφείς της Ευρώπης και πρόδρομος της γενιάς του Τριάντα. Σταθμό στην πρώτη αυτή φάση της δημιουργίας του αποτέλεσε η Ζωή εν Τάφω, που εγκαινίασε τη σύγχρονη ελληνική αντιπολεμική λογοτεχνία. Το έργο Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια (1932) αντιμετωπίστηκε από την κριτική ως μεταβατικό στάδιο προς τη δεύτερη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας (1933-1949), στην οποία κυριαρχεί η τάση προς άρνηση του παρόντος και στροφή προς την παιδική ηλικία, τάση που άσκησε επιρροή και στο γλωσσικό και υφολογικό πεδίο του έργου του. Από τη δεύτερη αυτή περίοδο αναφέρουμε το μυθιστόρημά του η Παναγιά η Γοργόνα. Τέλος στην τρίτη περίοδο του έργου του (1949-1969) ο Μυριβήλης στράφηκε προς μια ποικιλία θεμάτων, στόχων και εκφραστικών μέσων. Εδώ εντάσσονται οι συλλογές διηγημάτων του Το πράσινο βιβλίο , Το γαλάζιο βιβλίο, Το κόκκινο βιβλίο και Το βυσσινί βιβλίο.


Εργογραφία

Συλλογές διηγημάτων
·         Κόκκινες ιστορίες, 1915
·         Διηγήματα, 1928
·         Το πράσινο βιβλίο, 1936
·         Το γαλάζιο βιβλίο, 1939
·         Το κόκκινο βιβλίο, 1952
·         Το βυσσινί βιβλίο, 1959
Μυθιστορήματα
·         Η ζωή εν τάφω (μυθιστόρημα), 1924 α' έκδοση, 1930 β' έκδοση με διαφοροποιήσεις και προσθήκες
·         Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια, 1932
·         Η Παναγιά η Γοργόνα (δημοσιεύτηκε με τίτλο Η Παναγιά η Ψαροπούλα το 1939 σε συνέχειες. Στη συνέχεια αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και οριστικά εκδόθηκε το 1949).
·         Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (μαζί με τους Καραγάτση, Τερζάκη, Βενέζη), 1958.
Νουβέλες
·         Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (πρώτη μορφή 1934, δεύτερη μορφή περιλαμβάνεται στο Γαλάζιο Βιβλίο, και οριστική μορφή το 1943/44)
·         Τα παγανά, 1945
·         Ο Παν, 1946
Άλλα έργα
·         Ο αργοναύτης (παιδικό μυθιστόρημα), 1936
·         Το τραγούδι της Γης-ελληνική συμφωνία. Λυρικό πεζογράφημα., 1937
·         Μικρές φωτιές (ποιητική συλλογή), 1942
·         Ιωάννης Γρυπάρης· Σκαραβαίοι και Τερρακότες (διάλεξη της 11ης/4/1943 στο θέατρο Κυβέλη), 1943
·         Το Πνεύμα της 28ης Οκτωβρίου (δοκίμιο), 1945
·         Απ' την Ελλάδα (ταξιδιωτικό), 1954
·         Μιλάμε για την Τέχνη (δοκίμιο), 1958
·         Το λογοτεχνικό τέταρτο (δοκίμιο - εκπομπές από ραδιόφωνο), 1962
·         Αγνάντεμα Α: Ο Παλαμάς στη ζωή μου (δοκίμιο), 1963
·         Πτερόεντα (χρονογράφημα), 1966
     πηγή : www.wikipedia.org




Δείτε το αφιέρωμα για το Στρατή Μυριβήλη από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου στο σύνδεσμο που ακολουθεί :  http://paragoges.pi.ac.cy/?video=84

Στρατής Μυριβήλης, "Τροία", Μικρές φωτιές

(Ποιήματα και τραγούδια, Αθήνα, εκδ. οίκος Ι. και Π. Ζαχαρόπουλου, 1942, σ. 25)

Κάψαμε την Τροία με τον πυρσό της Αγάπης!
Πάνω στα τείχη χόρεψαν οι φλόγες της Ελένης.
Φώτισαν τριανταφυλλιά τα νερά στο καραβοστάσι,
έλαμψε κόκκινα ο χαλκός στις περικεφαλαίες!

Τώρα τα πλοία θαλασσοδέρνουνται ξυλάρμενα
ανάμεσ' από τρόμους και λαχτάρες.
Με θείαν οργή του πόντου ο Κύριος μας παιδεύει
κ' η θάλασσα μ' όλα τα θεριακά της.

Γυρίζει ο κύκλος των καιρών.
Οι Ανέμοι κυνηγούν τα κύματα,
κ' εμείς γυρεύουμε στα πέλαα την Ιθάκη
και μιαν άσπρη κλωνιά καπνό απ' το παραγώνι.

Θα βρούμε, δε θα βρούμε την Ιθάκη;
Θεός βοηθός! Όμως για πάντα
στα ταραγμένα πέλαα θα μας φέγγουν,
χορεύοντας πάνω από τις φουρτούνες,
και μες στα νεκρά μάτια των συντρόφων,
οι φλόγες οι μεγάλες από την Τροία,
οι ρόδινες οι φλόγες της Ελένης.



"Ο λόφος με τις παπαρούνες"

Απόσπασμα από το έργο του Σ. Μυριβήλη "Η ζωή εν τάφω"
-Γκίρτς;
-Γκίρτς.
-Κριστιάν;
-Κριστιάν.
-Ορτοντόξ;
-Ορτοντόξ.
Μας δεχτήκανε µε χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και µεις γελούσαµε, µας χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα µεγάλα τους χέρια µας χτυπούσανε στην πλάτη. Τραβούσανε και µας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σιντεφένια σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεµμασµένα µε αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε µε τον ορθόδοξο τρόπο. -Κριστιάν ! Κριστιάν !
Φάγαµε µαζί, κουβεντιάσαµε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρί ο ένας απí τη γλώσσα τí αλλουνού. Όµως συνεννοηθήκαµε περίφηµα. Η αγάπη κí η όχτρα έχουνε διεθνή γλώσσα. Βρήκα κι ένα νεώτατον αξιωµατικό, λεπτοκαµωµένο σαν κορίτσι, µε µεγάλα γυαλιά και γελαζούµενα χείλη, που θυµόταν απí το σκολειό του µερικά αρχαία, τσάτρα-πάτρα. Τα µαλλιά του ήταν ξανθιά σαν του καλαµποκιού, είχε κí ένα χρυσό µουστακάκι.
-Ηµείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώµεθαν ! Οδησσόν λίαν Έλληνες ! Λίαν !
Πήρε ύφος και µου απάγγειλε κάτι αλαµπουρνέζικα, πού, όπως µε βεβαίωσε, ήταν Όµηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάµανε µια µεγάλη χορωδία και µας τραγούδησαν λαϊκά τραγούδια. Κάµποσοι τα κοµπανιάριζαν µε κάτι µακριές µπαλαλάικες πού τις σήκωναν στη ράχη σταυρωτά µε το ντουφέκι τους. ∆εν κατάλαβα τα λόγια των τραγουδιών, µα σίγουρα θα µιλούσανε για ένα δάσος χιονισµένο, για ένα χωριό χιονισµένο, που οι µπουχαρίδες των καλυβιώ του θυµιάζουνε γαλάζιον καπνό µέσα στον παγωµένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες µε χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω από τα κλειστά τους τζάµια, µε το λευκό κούτελο ακουµπισµένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά µε το δάχτυλο το αχνισµένο τζάµι και βλέπουνε στα χαµένα, µακριά, µακριά, το ρούσικο κάµπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέµελα. Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα µονοπάτι χαραγµένο στο χιόνι από τα έλκηθρα. Ένα µονοπάτι που πήρε τα παλικάρια του χωριού και τα πήγε µακριά, µακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέµελα. Ίσως και πέρα από τη ζωή.
Οι µορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα µάτια βούρκωναν. Σαν τελείωσαν το τραγούδι µείναµε πολλήν ώρα ακίνητοι µαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της µουσικής, που ενώνει τις καρδιές γιατí είναι η γλώσσα τους η πανανθρώπινη. Σαν κάµαµε τις τετράδες για να φύγουµε, οι 
Ρούσοι βάλανε παπαρούνες µέσα στις µπούκες των ντουφεκιών µας. Ήτανε σα µια παράξενη λιτανεία µε ατσαλένιες λαµπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούµενη φλόγα.
- Αντίο ! Αντίο !
Ο πολύ νέος αξιωµατικός πετά το καπέλο του, λυγερός , σχεδόν διάφανος µέσα στο φως.
-Χαίρε, λίαν, Έλληνες ! Χαίρε ! Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσµο ! Άφθονη σαν ποτάµι που χύνεται µέσα σí έναν κάµπο. Ανθισµένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να τις κόψεις. ∆εν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις.
πηγή :  www.wikipedia.org

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

ευτυχία

"Το καλύβι", Γιώργος Δροσίνης
Συμμαζεμένο, ντροπαλό,

Σαν καραβάκι σ’ το γιαλό,
Κατάλευκο καλύβι
Μέσ’ σ’ ολοπράσινα κλαριά
Τη χιονισμένη του θωριά
 Μια δείχνει και μια κρύβει.
Μικρά τα καμαράκια του
Και τα παραθυράκια του,
Κι όλο μικροπλασμένο.
Τόσο μικρό, όσο που μπορεί
Την Ευτυχία να χωρή.
 ― Τι κρίμα που είναι ξένο!
 ― Τι κρίμα που είναι ξένο!

"Το καλυβάκι", Γιολδάσης Δημήτρης (Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας)



Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ (1925-2005)

Βιογραφία

"Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μετεκπαιδεύτηκε στην Ακτινολογία στη Βιέννη. Εργάστηκε ως γιατρός στη Θεσσαλονίκη και από τα τέλη του 1978 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Πολιτικά στρατευμένος από νεαρή ηλικία στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς, υπήρξε αρχισυντάκτης του φοιτητικού περιοδικού Ξεκίνημα (1944), πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε θάνατο για την παράνομη πολιτική του δράση (1949). Το 1945 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο χώρο των γραμμάτων με την ποιητική συλλογή Εποχές. Ακολούθησαν οι Εποχές 2 (εκδόθηκαν το 1948, κατά τη διάρκεια προφυλάκισης του ποιητή), οι Εποχές 3 (1951), η Συνέχεια, η συγκεντρωτική έκδοση Τα ποιήματα 1941-1956 (1956), η Συνέχεια 2 και η Συνέχεια 3 (1962 - συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση του 1956). Στη συνέχεια ο Αναγνωστάκης σιώπησε ποιητικά ως το 1970, οπότε δημοσίευσε ποιήματά του με τον γενικό τίτλο Ο στόχος στο συλλογικό τόμο 18 Κείμενα. Από το 1959 ως το 1961 υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Κριτική, μέσα από τις στήλες του οποίου πρόβαλε τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα. Συνεργάστηκε με την εφημερίδα Αυγή και τα περιοδικά Ελεύθερα Γράμματα, Φιλολογικά Χρονικά, Νέα Ελληνικά, Διάλογος, Επιθεώρηση Τέχνης, Εποχές, Ο Αιώνας μας, Θούριος, όπου έγραψε δοκίμια, μελέτες και κριτικές βιβλίων. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης τοποθετείται στην πρώτη μεταπολεμική γενιά της νεοελληνικής ποίησης, γενιά που σημαδεύτηκε από τον χαρακτηρισμό ποίηση της ήττας, καθώς πολλοί δημιουργοί της διέγραψαν την πορεία από την αισιόδοξη πίστη στο κομμουνιστικό όραμα στην απαισιοδοξία που προέκυψε από τη διάψευση των προσδοκιών τους. Ειδικότερα η γραφή του Αναγνωστάκη χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή αναδίπλωση του ποιητή σ΄έναν προσωπικό του κόσμο - στα πλαίσια του οποίου επιχειρείται η διαφύλαξη των ανθρωπιστικών συναισθημάτων και αξιών που χάνονται στο σύγχρονο κόσμο - αναδίπλωση η οποία εκφράζεται κυρίως μέσω της κατ’ επίφασιν συναισθηματικής απόστασης του δημιουργού από τα θέματα που τον απασχολούν και της συχνά επιγραμματικής διατύπωσης. Συχνή είναι επίσης στο έργο του η παρουσία της μνήμης, των αναφορών στην παιδική ηλικία και τους φίλους, της ταύτισης ποίησης και ζωής, φίλοι. Έργα του Μανώλη Αναγνωστάκη μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και άλλους Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες". 
Πέθανε στις 23 Ιουνίου του 2005.
 


Ποιητική


-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,

Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.

-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς

Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.

Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.


Τὸ σκάκι


Ἔλα νὰ παίξουμε...
Θὰ σοῦ χαρίσω τὴ βασίλισσά μου
Ἦταν γιὰ μένα μιὰ φορὰ ἡ ἀγαπημένη
Τώρα δὲν ἔχω πιὰ ἀγαπημένη
Θὰ σοῦ χαρίσω τοὺς πύργους μου
Τώρα πιὰ δὲν πυροβολῶ τοὺς φίλους μου
Ἔχουν πεθάνει ἀπὸ καιρὸ
πρὶν ἀπὸ μένα
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...
Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς δὲν ἤτανε ποτὲ δικός μου
Κι ὕστερα τόσους στρατιῶτες τί τοὺς θέλω!
Τραβᾶνε μπρὸς σκυφτοὶ δίχως κἂν ὄνειρα
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Ὅλα, ὅλα, καὶ τ᾿ ἄλογά μου θὰ στὰ δώσω
Μονάχα ἐτοῦτο τὸν τρελό μου θὰ κρατήσω
ποὺ ξέρει μόνο σ᾿ ἕνα χρῶμα νὰ πηγαίνει
δρασκελώντας τὴν μίαν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη
γελώντας μπρὸς στὶς τόσες πανοπλίες σου
μπαίνοντας μέσα στὶς γραμμές σου ξαφνικὰ
ἀναστατώνοντας τὶς στέρεες παρατάξεις
Ἔλα νὰ παίξουμε...

Κι αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος ἡ παρτίδα...




Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

     ''Ἕλληνες παδες εί σμέν..'' 

           Όπως κάθε σχολική χρονιά, έτσι και φέτος μαθητές και καθηγητές του Γυμνασίου  Στυλίδας  παρουσίασαν τα προϊόντα του μόχθου τους στα πλαίσια των σχολικών δράσεων με ποικίλα θέματα από τα  Εκπαιδευτικά Προγράμματα που επέλεξαν για το σχολικό έτος 2012-2013.
      Από τη Β' τάξη οι μαθητές του 1ου τμήματος  με τη βοήθεια των υπεύθυνων καθηγητριών Αθηνά Λιανού και Τζίνα Ζαζά συμμετείχαν στο Πρόγραμμα  '' λληνες παδες εί σμέν..'' με θέμα τα Παιχνίδια. Αφού  ταξιδέψαμε  στο μακρινό και εγγύτερο παρελθόν με τα παιχνίδια, επιστρέψαμε στη συντροφιά των σύγχρονων παιχνιδιών..Τα παιδιά κατέγραψαν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους και συγκέντρωσαν το τελικό προϊόν με σκοπό την παρουσίασή του στο Σχολείο (Τρίτη,14/5/2013),σε βίντεο και Power Point....