Blogger Widgets

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Ζωή...

"Τρύγησε την ημέρα. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη"


Δημήτρης Λιαντίνης


Δημήτρης Λιαντίνης, Ιδέ ο δάσκαλος


Εν αρχή ην ο δάσκαλος. Μη ο δάσκαλος η φύση θα ήταν, δε θα ήταν όμως οι κοινωνίες. Θα υπήρχε ο χρόνος, αλλά δε θα υπήρχε η ιστορία. Και στο βασίλειο των ζωντανών ήχων θα άκουγε κανείς την κραυγή, τα χουγιαχτά, τα συνθήματα. Δε θα άκουγε όμως ούτε θά ‘βλεπε τη φωνή, τα γράμματα της γραφής, τις συμφωνίες και τους χορούς.
Γιατί; Απλά, γιατί ο δάσκαλος είναι που μεταμορφώνει τον εγκέφαλο του ζώου σε νου του ανθρώπου. Αυτός κατορθώνει ώστε η ματιά του καθένα μας να μη μένει βλέμμα βοδιού, αλλά να γίνεται βιβλίο ανοιχτό να το διαβάζεις. Επεξεργάζεται το πετσί της κεφαλής μας και δημιουργεί πρόσωπο. Η δουλειά του δάσκαλου είναι ο αθέρας της βυρσοδεψίας. Και στο τέλος-τέλος ο δάσκαλος θωπεύει και μαλάζει έτσι το σώμα και την ψuχή μας, ώστε από τη στέρησή μας αποστάζεται το κλάμα, και από την πλησμονή κορφολογιέται το γέλιο μας…
Χωρίς το δάσκαλο ο λόγος θα σάπιζε άχρηστος μέσα στο έλος του κρανίου μας. Όπως σαπίζει άχρηστο το τραίνο που ρεμίζαρε για πάντα στο σταθμό… Και όπως σκεβρώνει άφτουρη η νύφη που έμεινε αγεώργητη από τον άντρα. Ο ιερός τρόμος της παρθενίας της σιγά-σιγά κακοβολεί, ωσόπου στο τέλος γίνεται ένα τεφρό δίχτυ αράχνης.
Μ’ ένα λόγο, ο δάσκαλος είναι ο ποιητής του ανθρώπου… Αν έλειπαν οι δάσκαλοι, η γη μας θά ‘ταν τυφλή. Και το σύμπαν ανυπόστατο…
Και θυμηθείτε: Ο Νεύτων, ο Χάμπλ, ο Αϊνστάιν και οι άλλοι που μίλησαν στο τηλέφωνο με το θεό ήσαν όλοι τους δάσκαλοι.
Έτσι ορίζεται ο λόγος και η τιμή του δάσκαλου. Το τιμολόγιο όμως με το οποίο κοστολογούν το έργο του οι εξουσίες και οι αρχές πρώτα και ύστερα το άκριτο πλήθος είναι αλλιώτικο. Αλλίμονο! Άχρηστο για τις εφορείες.
Περιγράφω το σημείο που κράτησε η ακηδία, η παραχάραξη, η στρέβλωση, η τυποποίηση, ο ευτελισμός. Και κάμανε το κακό. Έτσι, ενώ η δουλειά του δάσκαλου είναι να τεχνουργεί ανθρώπους· ενώ αναλώνεται τίμια να ετοιμάζει πλάσματα που θα ζήσουν όχι στη φύση αλλά στον πολιτισμό, όχι στη ζούγκλα αλλά στην πόλη· ενώ όλοι οι άνθρωποι που πλάθει ο δάσκαλος κάνουν ο καθείς το δικό του επάγγελμα, και είναι ο καθείς μία ψηφίδα στο ενιαίο ψηφιδωτό της οικονομίας της αγοράς της πολιτείας, εμείς με τον καιρό εχάσαμε τον ιδρυτικό χαρακτήρα της λειτουργίας του δάσκαλου. Και τη δουλειά του την επήραμε σα μία από τις πολλές δουλειές των ανθρώπων. Ένα επάγγελμα ρουτίνας. Μια μονάδα εργασίας όμοια με τις άλλες βλέπουμε και στο δάσκαλο. Εξεχάσαμε, δηλαδή, ότι στο ψηφιδωτό των επαγγελμάτων ο δάσκαλος δεν είναι η μια ψηφίδα ανάμεσα στις άλλες. Αλλά είναι ο καλλιτέχνης νους ο κοσμητικός και ο επόπτης που φιλοτεχνεί ολόκληρο το ψηφιδωτό. Δημιουργεί, δηλαδή, ανθρώπους κατά την έννοια ότι τους αποσπά από τη δικαιοδοσία του φυτού και του ζώου. Και τους υψώνει στην οντολογική μοναδικότητα του νοήμονος πλάσματος.
Γιατί αυτή είναι η δουλειά του δάσκαλου. Να δουλεύει το μυαλό, όπως ο καλαντζής δουλεύει το καλάι. Και να παράγει ανθρώπους όπως ο χαλκιάς κατασκευάζει χαλκώματα. Ενώ όλοι οι άλλοι χρησιμοποιούν το μυαλό τους σαν όργανο και παράγουν προϊόντα. Όλα δευτερογενή, και για του βίου τη μηχανή. Βιομηχανία, πες.
Ετούτη η υποβάθμιση της φύσης και της δουλειάς του δάσκαλου, η πτώση του από τη θεία λειτουργία της αρχικότητας στην ταπεινή χειρωναξία της επανάληψης, σημάδεψε το πρώτο μεγάλο λάθος στην παιδεία. Και μέσα στην ιστορία και τον πολιτισμό αντίστρεψε το νόημα των πραγμάτων. Εννοώ ότι καταργήθηκε η αυστηρότητα στην επιλογή του υλικού, και η αυστηρότητα στη μέθοδο και στις σπουδές που θα δώσουν τον άξιο δάσκαλο. Από τους παλιούς χρόνους κοιτίδα των παιδαγωγών ήταν η τάξη των απελεύθερων και των δούλων. Και μάλιστα των πονηρών δούλων και των κακών. Τους αγαθούς και τους άξιους δούλους, λέει ο Πλούταρχος, τα αφεντικά τους προόριζαν για τις σπουδαίες δουλειές. Καπετάνιοι, διαχειριστές, οικονόμοι, επιστάτες, σύμβουλοι.
Σήμερα φτάσαμε στην αμμοποίηση των βουνών. Δάσκαλος πια ημπορεί να γίνεται ο καθένας, όμοια όπως ο καθένας ημπορεί να γίνεται αρβυλοποιός, αιγογαλακτοπώλης, λεμβούχος, χατζής, μελισσοκόμος, μαγειροϋπάλληλος, αεριτζής, εντεροπώλης, λουλουδάς ή πετροκόπος. Ξεχάσαμε, δηλαδή, ότι ο δάσκαλος από την άποψη της σπουδαίοτητας και της ευθύνης είναι ένας εργάτης στο επίπεδο του νομοθέτη, του φύλακα στρατηγού, του κυβερνήτη, του γιατρού σωτήρα. Ακριβέστερα είναι ένα σκαλί πάνω από όλους αυτούς. Γιατί ο δάσκαλος είναι ο πυρφόρος της γνωστικής συνείδησης. Η λειτουργία που τελεί είναι θεία. Η μόνη θεία λειτουργία σε γη και ουρανό.
Έτσι πορεύτηκαν τα πράγματα με την κοινωνική υποβάθμιση του δάσκαλου. Με την οικονομική απροθυμία, την κατασκευαστική του προχειρότητα, την πλημμελή του συντήρηση. Και με τον τύφο και τον οίκτο, το χάζι και το μώμο, και την κυρίαρχη απρονοησία μας σε όλες τις εποχές και σε όλες τις χώρες. Η μόνη εξαίρεση είναι ο Λυκούργος που έχτισε τη νομοθεσία της Σπάρτης και τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Γιατί ο Λυκούργος στην παιδεία είχε εναποθέσει το Α και το Ω της πολιτείας.
Ωσόπου πια σήμερα έχουμε πλάσει σταθερό το δείγμα του δάσκαλου. Μια αξιοδάκρυτη σώρεψη από μαζώματα, κι ένα ριντίκολο ηχηρό.
Είναι ο σχολαστικός, ο ταβλαδόρος και ο αργόσχολος, ο καματερός στην παραπαιδεία, ο οσφυοκάμπτης, ο ψοφοδεής και ο ληρολόγος, ο δευτεροτριτοβάθμιος και ψιλικανζτής δάσκαλος. Μίζερος και κακομοίρης, με την ομπρέλα και το γιλέκο, και με το ξεβλαστωμένο χαμόγελο. Είναι ο αεί πενόμενος και ο μύωψ, με τα ραιβά σκέλη και τα βρώμικα νύχια, που, όπως είπε κάποιος, ποτέ του δεν είχε ερωμένη ούτε ιδέα.
Οι περήφανοι δάσκαλοι εστάθηκαν πάντα η εξαίρεση. Μιλάμε για τους δυνατούς και τους πόριμους. Τους ικτίνους και τα γεράκια, τους καλουργούς και καλλιτέχνες και καλλικράτες δασκάλους, που κάτω από την ταπεινή καροσσερί της Φάου-Βε κρύβουνε προσεχτικά τη μηχανή της Πόρσε. Αυτός όμως ο εξαίρετος τύπος του δάσκαλου, που με τα πλούσια κοιτάσματα της φυσικής δωρεάς του πετυχαίνει να σβήνει το κατάδικο κοινωνικό στίγμα της συντεχνίας του, δεν είναι το θέμα μας εδώ. Γιατί ‘ναι η εξαίρεση. Και η εξαίρεση είναι δουλειά της ποίησης. Ενώ της επιστήμης η δουλειά είναι ο κανόνας…
Φροντίσαμε, να κατεβάσουμε το δάσκαλο από το φυσικό του πρωτάτο στα στερνά και στα έσχατα της υπόληψης και της ζωής.
Δεν ταξινομείται η παιδεία. Κι όσο τη λογαριάζουμε σαν επένδυση ανάμεσα στις άλλες, έστω και την πιο σημαντική, τόσο θα συνεχίζουμε να τελούμε σε σύγχυση φρενών. Έτσι, ώστε να μπερδεύουμε το ψάρι με τον ψαρά που το ψάρευε.
Αυτός είναι λοιπόν ο ρεκάζοντας δάσκαλος, ο τσαλαπατημένος από την κοινωνική του μειονεξία. Και από το καπέλωμα των συρμών της εποχής μας, που ορμούν και χύνουνται στην παιδεία όπως ο άνεμος στα σκισμένα πανιά. Και από τις ντιρεκτίβες των κέντρων απόφασης, που μετατρέπουν τα σχολειά σε εργοστάσια μαζικής κατασκευής ανθρωπάριων…
Σα μονάδα ατομική, μέσα στην τάξη που είναι ο διαπιστεμένος του χώρος, τίποτα δεν εμποδίζει το φωτισμένο δάσκαλο να σκορπίζει στους μαθητές του το φως.
Και θα φωτίζει με φως φυσικό, για να ιδρύει φυσικούς ανθρώπους, όταν με τη διδασκαλία του χτίζει το αληθινό μέσα στο παιδί, και γκρεμίζει το ψεύτικο. Αυτές είναι οι δύο εντολές που πάνω τους κρέμουνται οι νόμοι και οι προφήτες της παιδείας. Να χτίζεις στο μάρμαρο της γνώσης, και να γκρεμίζεις την αχεροπλιθιά της πρόληψης.
Σωστή παιδεία θα ειπεί να μαθαίνεις στους νέους τη ζωή, και να τους ξεμαθαίνεις τις δεισιδαιμονίες που από νήπια τους περνάει μια παράδοση άρρωστη μέσα από την οικογένεια, την κοινωνία, την πολιτεία, την εκκλησία, τα μέσα ενημέρωσης, και τους άλλους παράγοντες της αγωγής.
Το ένα λοιπόν είναι να ριζώσουμε τον νέο στη ζωή. Το άλλο να ξεριζώσουμε από μέσα του την ψευτιά.
Μαθαίνουμε για τη ζωή. «Discimus vitae», που έλεγε ο Σενέκας, θα ειπεί πως κάθε γνώση που περνάμε στο παιδί, και κάθε δεξιότητα που του αναπτύσσουμε είναι δεμένα με την πραγματικότητα όπως το νύχι με το κρέας. Όχι θεωρίες και λόγια. Όχι τα άψυχα και τα νοερά σκύβαλα των βιβλίων, που ούτε καταπίνουνται ούτε μασιούνται. Ξέρεις, έξω από τον Ρωμανό τον Μελωδό του συναξαριστή, άνθρωπο άλλο που να πήρε κομμάτι χαρτί και να το κατάπιε, για να φωτιστεί και να μάθει; Εγώ δεν ξέρω.
Μάθηση δίκαιη και σωστή, σημαίνει ζωντάνεια, αμεσότητα, σφυγμός μαστιγωμένος, κρούση κατά μέτωπο με τα πράγματα. Σημαίνει να πίνουμε στο ποτήρι το ίδιο μας το αίμα.
Μη λησμονούμε πως ο τελευταίος στόχος κάθε παιδείας είναι να διαπλάσει έτσι τον νέο, ώστε την ορισμένη στιγμή που θα αποδοθεί στο στίβο της ζωής να μπορεί να προσαρμόζεται στην άγρια ανάγκη των πραγμάτων και των ανθρώπων. Ωσάν ξαφνικά να τον πετάξουμε, πες, Ρομβισόνα Κρούσο στο νησί. Και να του ειπούμε:
Τώρα ψάξε να βρεις τον τρόπο για να ζήσεις. Νίκα την πείνα και τη δίψα σου, το κρύο και τη μοναξιά. Νίκα την απειλή του ουρανού και της θάλασσας, και τον αρχέγονο τρόμο της ύπαρξης. Αυτό σημαίνει το «discimus vitae».

Ο δάσκαλος νά ‘ναι η δύναμη, πράξη ο μαθητής,
και το σχολειό γιορτή.

Απόσπασμα από «Τα Ελληνικά»

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Η Ιρανή ποιήτρια Φορούγ (Forough Farrokhzaad)


Η αιχμάλωτη 

Σε λαχταρώ, παρόλο που ξέρω, ότι ποτέ
δε θα μπορέσω να σε αγκαλιάσω ολόκαρδα.
Είσαι ο γαλάζιος καθαρός ουρανός.
Κι εγώ, στη γωνιά, σε κλουβί, είμαι το αιχμάλωτο πουλί.
Πίσω από τα κρύα και τα σκοτεινά κάγκελα,
σε σημαδεύω έκπληκτη με μετανιωμένο βλέμμα .
Μπας και κάποιο χέρι να βρεθεί, και να ανοίξω φτερά προς εσένα.
Ονειρεύομαι πως σε μια στιγμή αμέλειας,
μπορεί να πετάξω από τούτη τη σιωπηρή φυλακή.
Ακόμα και αν ο φύλακας το θελήσει,
δεν μου έχει μείνει ανάσα, αλά ούτε αεράκι για να με απογειώσει.
Πίσω από τα κάγκελα, κάθε λαμπερό πρωί,
το βλέμμα ενός παιδιού μου χαμογελά.
Και όταν αρχίσει το τραγούδι της χαράς μου, τα χείλη του μου προσφέρουν το φιλί.
Ω ουρανέ, θέλω μονάχα μια μέρα,
να πετάξω απ’ αυτό το βουβό κελί.
Τι να απαντήσω στα μάτια του κλαμένου παιδιού;
Ξέχασε με, ουρανέ, είμαι το αιχμάλωτο πουλί.
Είμαι το κεράκι που σκορπά φως στα χαλάσματα, με την φλόγα της καρδιάς του.
Εάν θελήσω να διαλέξω το σιωπηλό σκοτάδι, θα φέρω τη φωλιά μου στα χαλάσματα.


Άλλη γέννηση “Tavalodi digar”

Όλη μου η ζωή είναι ένα σκοτεινός στίχος
Που σε παίρνει διαιωνίζοντας
Ως την αυγή της αιωνίας άνθησης κι ανάπτυξης
Σε αυτό το στίχο σε αναστέναξα, Αχ
σε αυτό το στίχο, σε μπόλιασα στο δένδρο, στο νερό και στη φωτιά.
Η Ζωή, ίσως, είναι
Ένας μακρύς δρόμος που το περνά κάθε μέρα, μια γυναίκα με ένα ζεμπίλι.
Η Ζωή, ίσως, είναι
Ένα σκοινί, που το δένει στο λαιμό του ένας άνδρας, για να κρεμαστεί από ένα δένδρο.
Η Ζωή, ίσως, είναι ένα παιδί που επιστρέφει από το σχολείο.
Η Ζωή, ίσως, είναι
Άναμμα ενός τσιγάρου στη ναρκωμένη και χαλαρή διάσταση ανάμεσα σε δύο συνουσίες.
Ή, είναι το χαμένο βλέμμα ενός διαβάτη που με έναν ανόητο χαμόγελο, βγάζοντας το καπέλο του, λέει σε άλλο διαβάτη, «Καλημέρα σας»;
Η Ζωή, ίσως είναι
αυτή η κλειδωμένη στιγμή που το βλέμμα μου αυτοκαταστρέφεται στις κόρες των ματιών σου. Και σε αυτό διακρίνεται η αίσθηση που εγώ τη συγχωνεύω με την νόηση του φεγγαριού και την αντίληψη του σκότους.
Σε μία κάμαρα, όσο είναι η μοναξιά
Η καρδιά μου, που είναι όσο η αγάπη
Κοιτά τις απλές δικαιολογίες της ευτυχίας της,
Στην όμορφη αποσύνθεση των λουλουδιών στην γλάστρα, στο δενδρύλλιο που φύτεψες στην αυλή μας, στα τραγούδια των καναρινιών, που τραγουδάνε όσο είναι το παράθυρο.
Αχ,
Τόσο είναι το μερίδιο μου
Τόσο είναι το μερίδιο μου
Το μερίδιο μου
Είναι ο ουρανός που κρύβεται με το κρέμασμα μίας κουρτίνας.
Το μερίδιο μου, είναι το κατέβασμα από παρατημένες σκάλες, και μεταμόρφωση σε κάτι σάπιο και ξένο.
Το μερίδιο μου, είναι μία θλιβερή βόλτα στο κήπο των αναμνήσεων, και στο ξεψύχισμα για τη θλίψη μίας φωνής που μου λέει,
«Αγαπώ τα χέρια σου»
Φυτεύω τα χέρια μου στον κήπο,
Θα φυτρώσω, το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω,
Και τα χελιδόνια στο βαθούλωμα των μελανιασμένων δάχτυλων μου,
Θα γεννήσουν τα αυγά τους.
Κρεμάω στα δύο μου τα αυτιά,
δυο δίδυμα κεράσια
και τα νύχια μου, τα επιστρώνω με πέταλα από ντάλια
Εκεί υπάρχει ένα σοκάκι,
Τα αγόρια που με είχαν ερωτευτεί, ακόμα,
με τα ίδια ανακατωμένα μαλλιά, λεπτούς λαιμούς και αδύνατα πόδια,
σκέπτονται το αθώα χαμόγελο του κοριτσιού πού, ένα βράδυ, την πήρε ο άνεμος.
υπάρχει ένας δρομάκος που η καρδιά μου τον έχει κλέψει από τις παιδικές μου γειτονιές.
Ταξίδι του όγκου στην γραμμή του χρόνου
Κυοφορία της γραμμής του χρόνου από τον όγκο.
Όγκος από μια συνειδητή εικόνα
Που επιστρέφει από τη γιορτή κάποιου καθρέπτη.
Και έτσι είναι που, κάποιος πεθαίνει, και
κάποιος παραμένει
Κανένας ψαράς δε θα ψαρέψει μαργαριτάρια σε φτωχό ρυάκι που καταλήγει σε χαβούζα.
Εγώ,
Γνωρίζω μία μικρή θλιμμένη νεράιδα
Που ζει στο ωκεανό
Που παίζει τη μελωδία της ψυχή της με μία φλογέρα.
Παίζει, μαλακά, μαλακά
μικρή θλιμμένη νεράιδα
που πεθαίνει το βράδυ με ένα φιλί
και στη χαραυγή, θα ξαναγεννηθεί με ένα φιλί


Ο άνεμος θα μας πάρει μαζί του

Στη μικρή μου νύχτα, τι κρίμα
Ο άνεμος έχει συνάντηση με τα φύλλα των δένδρων.
Στη μικρή μου νύχτα, το άγχος είναι καταστροφή.
Άκου,…
Ακούς τη πνοή του σκότους;
Παρατηρώ αυτή την ευτυχία, σαν ξένη
Είμαι εθισμένη στην απελπισία μου
Άκου,…
Ακούς τη πνοή του σκότους;
Τώρα, κάτι διασχίζει τη νύχτα
Το φεγγάρι, επίμονο και ανήσυχο
Και σε αυτή τη σκεπή, που κάθε στιγμή πάει να πέσει,
τα σύννεφα, σαν τσούρμο των θρηνητών
Λες περιμένουν τη στιγμή της βροχής
Μια στιγμή
Και ύστερα,.. τίποτα
Πίσω..
Απ αυτό το παράθυρο, η νύχτα τρέμει
Και η Γη, θα παύσει να στρέφεται
Πίσω απ αυτό το παράθυρο, το αδιευκρίνιστο ανησυχεί, για σε και για μένα
Παντοτινή μου φρεσκάδα (πράσινο)
Βάλε τα χέρια σου, στα ερωτευμένα χέρια μου, σαν τη φλογερή ανάμνηση
Και άφησε τα χείλια σου, στα χάδια των ερωτευμένων χειλιών μου, σαν τη ζεστή αίσθηση της ύπαρξης
Ο άνεμος θα μας πάρει,
Ο άνεμος, θα μας πάρει μαζί του.

μετάφραση από τα Φαρσί Καμάλ Νιρουμάντ Ραχιμί)



Οι πραγματικοί ήρωες του ποδοσφαίρου

Ποδοσφαιρική ομάδα “Πόντος”
Απαγχονίστηκαν, για να τιμήσουν τη φανέλα τους


γράφει ο Γιώργος Δαμιανός

Στα όνειρα μου έρχεται συχνά η μακρινή φωνή της μάνας τρελής στους έρημους δρόμους (1) και με ρωτάει με παράπονο αν κλαίνε ακόμα τα ματοπήγαδα (2). Με ρωτάει για κάποιους πραγματικούς ήρωες του ποδοσφαίρου. Ήταν παιδιά της γης του Πόντου. Δεν έπαιξαν πότε σε μεγάλες οργανώσεις. Δε λατρεύτηκαν ποτέ ως θεοί από το αφιονισμένο πλήθος, δεν είδαν ποτέ τους οπαδούς να γεμίζουν πλατείες και να κλείνουν δρόμους για να εκδηλώσουν την εθνική υπερηφάνεια τους (τι χυδαίες που φαίνονται, ορισμένες φορές, οι λέξεις).
Οι ήρωες (αν ακόμα έχουν, ακόμα,  νόημα οι λέξεις) της ομάδας “Πόντος” ήταν καθηγητές, μαθητές και απόφοιτοι του κολεγίου Ανατολία (3) της Μερζιφούντας . Οι μαθητές αποφάσισαν να τιμήσουν τη φανέλα τους και γι’ αυτό, παρά την τρομοκρατία και τις απειλές των Κεμαλικών,  αγωνίστηκαν με εμφάνιση που θυμίζει τη γαλανόλευκη (άσπρες και γαλάζιες ρίγες) και στη μέση το γράμμα Π. Αυτό θα αποτελέσει τη βασική κατηγορία των Κεμαλικών, οι οποίοι θα οδηγήσουν τους Έλληνες αθλητές στο “δικαστήριο” με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας (12 Φεβρουαρίου 1921) και τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου θα απαγχονιστούν στην Αμάσεια (4).
Η μάνα τρελή στους έρημους τους δρόμους με ρωτάει απεγνωσμένα αν μιλάνε για αυτούς τους ήρωες του ποδοσφαίρου και της πατρίδας  στις δεκάδες τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Μήπως αναφέρουν ένα μονόστηλο οι δεκάδες αθλητικές εφημερίδες ή τους μνημονεύουν όλα εκείνα τα τέρατα της μνήμης, που θυμούνται ακόμα και το δευτερόλεπτο που σημειώθηκε κάποιο γκολ, σε κάποιον αγώνα, πριν τριάντα χρόνια (ήταν, βλέπετε, πολύ σοβαρό γεγονός για τη μετέπειτα ζωή τους). Μήπως κάποια κινηματογραφική ταινία; κάποιο βιβλίο; ή έστω κάποιο τραγουδάκι τους αναφέρει;
Κατεβάζω ντροπιασμένος το κεφάλι μου.
Μου λέει και μου ξαναλέει τα ονόματα, μήπως και τα έχω ακούσει σε κάποια ιαχή των φιλάθλων
Γ. Θεοχαρίδης,
Χ. Γεωργίου,
Α. Συμεών,
Α. Παυλίδης,
Σ. Ανανιάδης
Κατεβάζω ακόμα πιο ντροπιασμένος το κεφάλι μου.
Τότε εκείνη ανεβάζει το τόνο της φωνή της και ωρύεται: “Τι ηρωικότερο έχει να επιδείξει το Ελληνικό και το παγκόσμιο ποδόσφαιρο απ αυτούς τους ήρωες; Καλά οι ξένοι, αλλά τι θα πείραζε, όλες τις ελληνικές ομάδες, να αγωνιστούν για μία μόνο αγωνιστική, με ένα περιβραχιόνιο με το γράμμα Π
Κατεβάζω και άλλο το κεφάλι μου.
Κάθε 19 Μαΐου, ημέρα μνήμης της γενοκτονίας των Ποντίων, θα ξανάρθει η μάνα τρελή στους έρημους τους δρόμους και με τον αλαφροήσκιωτο τρόπο της θα με ξαναρωτήσει: “γιατί  κλαιν τα ματοπήγαδα;” και ακόμα δεν έχω βρει απάντηση. Μήπως κανένας από σας γνωρίζει;
Τι είδανε και κλαίνε αυτά τα πεγαδομάτε;

Σημειώσεις

(1) στίχος από το ποίημα στο Νίκο Ε…1949 (Παρενθέσεις), του Μανόλη Αναγνωστάκη.
(2) κλαίν τα πεγαδομάτε (: ματοπήγαδα, τα στόμια των πηγάδιων) στίχος από τον ιερότερο θρήνο του Ελληνισμού: το “Τσάμπασιν”  (Πόντος). Για την ιστορία του τραγουδιού δες εδώ
(3) Το Αnatolia college in Merzifon  ιδρύθηκε το 1886. Το 1924 διέκοψε τη λειτουργία στη Μερζιφούντα και μεταφέρθηκε στη Θεσαλλονίκη, όπου και λειτουργεί ως και σήμερα. Η Μερζιφούντα (Μερζιφώνη, Ηλιούπολις) αναφέρεται από τον Στράβωνα για τα περίφημα ιαματικά λουτρά της.Χτίστηκε το 222 π.Χ., στα ερείπια της πόλης Φαζιμούντας, ανάμεσα στους ποταμούς Σκύλακα και Άλυ. Πολλοί τη θεωρούν και ως τη γενέτειρα της Αγίας Βαρβάρας.

(4) Πρόκειται για την πατρίδα του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου Στράβωνα (63π.Χ – 23μ.Χ)


με τα πινέλα του Edward Hopper



O Έντουαρντ Χόπερ (1882-1967) υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ρεαλισμού στην αμερικανική τέχνη του μεσοπολέμου. Γεννήθηκε στο Νίακ της Νέας Υόρκης και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια σε αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη. Από το 1900 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Νέα Υόρκη όπου αρχικά είχε πάει για σπουδές, ζώντας την καθημερινότητα της μεγαλύτερης μητρόπολης των Η.Π.Α.
Μεσούσης της εφηβείας του αποφάσισε να ασχοληθεί με την ζωγραφική. Το ένστικτο τον έσπρωξε στα χρώματα, τις μπογιές και τα πινέλα. Οι γονείς του, που δεν συμφωνούσαν με αυτή την προοπτική, τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την εικονογράφηση, που συγγενεύει με την ζωγραφική. Οι γονείς του ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επαγγελματική του αποκατάσταση έχοντας την πεποίθηση ότι η εργασία πρέπει να αποδίδει λεφτά. Στο πλαίσιο αυτό, ξεκίνησε σπουδές εικονογράφησης, αλλά στον πρώτο χρόνο τα παράτησε και επέστρεψε εκ νέου στη ζωγραφική.
Από το 1906 μέχρι το 1910 ο εκκολαπτόμενος ζωγράφος έκανε τρία ταξίδια στην Ευρώπη. Αναζήτησε τις καινούριες τάσεις στην τέχνη του συναναστρεφόμενος με άλλους ομοτέχνους του και ήταν ανοιχτός σε καινούριες αντιλήψεις που εμπλούτισαν και έκαναν πιο πολύχρωμες τις δικές του ιδέες. Επηρεάστηκε βαθιά από την τεχνοτροπία ζωγράφων, όπως ο Βελάσκεθ και Γκόγια.
Η Ευρώπη τον επηρέασε πολύ. Οι εικόνες που προσέλαβε από εκείνη ήταν πέρα για πέρα ανθρώπινες, πλημμυρισμένες από ζεστές διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτές οι εικόνες διατηρήθηκαν ζωηρές στη μνήμη του, όταν επέστρεψε στην πατρίδα, εντείνοντας τις διακριτές διαφορές που εντοπίζει σε μία Αμερική «τρομακτικά σκληρή και ωμή». Το γεγονός αυτό αποτελεί μία εξήγηση του γιατί ζωγράφισε τοπία στα οποία απουσιάζει η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων.
Κύριο θέμα του είναι η αμερικάνικη μεγαλούπολη όπου, κατά τον σύγχρονό του συγγραφέα Sinclair Lewis, «η ανία γίνεται θεός». Στις ανώνυμες προσόψεις από τούβλο, στους νυχτερινούς ερημικούς δρόμους, στις επιγραφές neon και τους σωλήνες του γκαζιού, στα μπαρ, τους κινηματογράφους, τα γραφεία, τα δωμάτια των ξενοδοχείων και τα βενζινάδικα ανακαλύπτει και μορφοποιεί την κοινοτοπία και την αδυναμία φυγής του καθημερινού ανθρώπου της μαζικής κοινωνίας που, όταν απεικονίζεται, μοιάζει με ξύλινη απαθή κούκλα σε μια ανήσυχη, μελαγχολική ατμόσφαιρα.
Στους πίνακες του εκφράζει τη μοναξιά, την αποξένωση και την έλλειψη επικοινωνίας που χαρακτηρίζουν τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής στις μεγαλουπόλεις. Παρά το γεγονός ότι τα έργα του δίνουν την εντύπωση ότι αποτυπώνουν ρεαλιστικές ψυχρές εικόνες από την εποχή του, ο Χόπερ κατορθώνει να συνθέσει ένα "υπερπραγματικό" σκηνικό με ποιητική, ίσως μυστηριακή, ατμόσφαιρα να περιβάλει τις ανθρώπινες μορφές-κυρίως γυναίκες- που χαρακτηρίζονται από έντονη εσωτερικότητα και προκαλούν για τα "κρυμμένα" συναισθήματά τους έντονη συγκίνηση στους θεατές.
Οι φωτοσκιάσεις γοητεύουν τον καλλιτέχνη, ο οποίος είχε μελετήσει τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν το φως οι μεγάλοι Ευρωπαίοι ζωγράφοι, όταν μετά τις σπουδές του ταξίδεψε στην Ευρώπη (Παρίσι, Λονδίνο, Άμστερνταμ, Βρυξέλλες, Βερολίνο) για να δει από κοντά έργα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.
Ο Έντουαρντ Χόπερ φιλοτέχνησε το πορτραίτο των ανθρωπίνων σχέσεων της Αμερικής, στην ανατολή του περασμένου αιώνα. Επέμεινε στη μοναξιά και την μελαγχολία που κουβαλούν οι ψυχές των ανθρώπων που παραμένουν ξένοι σε αυτήν την ζωή. Ζωγράφισε την αλήθεια. Πέθανε στις 15 Μαΐου 1967 όπως ακριβώς το είχε προβλέψει με τα έργα του. Έφυγε «μόνος και ξεχασμένος».
Βιβλιογραφία:
- Χαραλαμπίδης Αλ., Η τέχνη του 20ού αιώνα, Μεσοπόλεμος, τόμος ΙΙ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1993.



Γιάνους Κόρτσακ, παιδαγωγός


Ο Γιάνους Κόρτσακ (Janusz Korczak- πραγματικό όνομα Χένρυκ Γκόλντσμιτ) ήταν Πολωνοεβραίος παιδίατρος, ακτιβιστής για τα δικαιώματα των παιδιών και καινοτόμος παιδαγωγός, συγγραφέας κειμένων για τη θεωρία και την πρακτική της εκπαίδευσης. Γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου του 1878 (ή 1879) στη Βαρσοβία, σπούδασε γιατρός και έγινε παιδίατρος ενώ αργότερα σπούδασε και Παιδαγωγικά. Υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός στον Α παγκόσμιο πόλεμο κι έγινε γνωστός με τα βιβλία του «Πώς πρέπει να αγαπούμε ένα παιδί» «Τα παιδιά του δρόμου», «Τα παιδιά των σαλονιών», «Υπερασπίστε τα παιδιά», «Ματίας ο Α΄». Το 1911 ίδρυσε μαζί με τη σύζυγο του ένα ορφανοτροφείο στη Βαρσοβία, όπου εφάρμοσε πρωτόγνωρες παιδαγωγικές μεθόδους δημιουργώντας μια μικρή πολιτεία στην οποία κυριαρχούσε η ισότητα μεταξύ όλων και είχε βουλή, δικαστήριο, εφημερίδα. Στη δεκαετία του 1930 λειτούργησε και ραδιοφωνικό σταθμό. Οι προσπάθειες του ενοχλούσαν τους αντισημίτες που είχαν αρχίσει να ισχυροποιούνται στην Πολωνία δημιουργώντας του συχνά προβλήματα. Καταφέρνουν να κλείσουν τον ραδιοφωνικό σταθμό και του βάζουν εμπόδια στην άσκηση της ιατρικής και στην έκδοση των βιβλίων του. Το 1940 οι ναζί που έχουν καταλάβει την Πολωνία δημιουργούν το γκέτο της Βαρσοβίας όπου αναγκάζουν τον Κόρτσακ να μεταφέρει το ορφανοτροφείο του. Στέκεται όπως μπορεί στα παιδιά και με μεγάλες δυσκολίες καταφέρνει να τους εξασφαλίζει τα απαραίτητα για να επιζήσουνε σε ένα γκέτο όπου καθημερινά πέθαιναν δεκάδες από την ασιτία. Τον Ιούλιο του 1942 οι ναζί αποφασίζουν να στείλουν τα ορφανά και όλο το προσωπικό στο στρατόπεδο Τρεμπλίνκα. Όταν ήταν να ξεκινήσουν, κάποιος γερμανός αξιωματικός που θαύμαζε το συγγραφικό έργο του Κόρτσακ προσφέρθηκε να τον αφήσει ελεύθερο. Εκείνος απάντησε πως δεν είναι όλοι οι άνθρωποι παλιάνθρωποι και ξεκίνησε μαζί με τα παιδιά την πορεία προς τα τραίνα του θανάτου. Ο Κόρτσακ προπορευόταν με σκυμμένο κεφάλι, κρατώντας ένα παιδάκι από το χέρι, ενώ ακολουθούσαν μερικές νοσοκόμες και πιο πίσω 191 παιδιά, ντυμένα όλα με τα καλύτερα ρούχα τους, το καθένα κρατώντας ένα μικρό μπλε σακίδιο και το αγαπημένο του παιχνιδάκι. Βάδιζαν περιτριγυρισμένα από Γερμανούς στρατιώτες που ούρλιαζαν και απειλούσαν. Ένα τρένο τους μετέφερε στοιβαγμένους ως την Τρεμπλίνκα όπου εξοντώθηκαν όλα μαζί, σε έναν από τους θαλάμους αερίων, στις 5 Αυγούστου του 1942.


Μικρή ιστορία
Όλα τα δάκρυα είναι πικρά ή Ποιος έχει τα προσόντα για να γίνει παιδαγωγός; «Θα σας διηγηθώ µια ιστορία που διαδραµατίζεται στο εξωτερικό. Ζει εκεί µια οικογένεια που αποτελείται από τον πατέρα Μορντεχάι, τη µαµά Ρέβκα, το µεγάλο γιο Άρι, την κόρη Εσθήρ, το µικρό γιο Σρούλικ. Μαζί τους µένει και ο παππούς Αβραάµ. Ο παππούς είναι παράλυτος και καθισµένος σε αναπηρική πολυθρόνα. Είναι πρωί και όλοι έχουν φύγει από το σπίτι για τη δουλειά και το σχολείο. Η µαµά Ρέβκα πήγε στην αγορά και στο σπίτι έµειναν µόνο ο µικρός Σρούλικ µε τον παππού στην αναπηρική πολυθρόνα. Ο παππούς Αβραάµ είναι 70 χρονών. Κάθεται µε άνεση στην πολυθρόνα του, είναι καλοντυµένος και κρατάει στα χέρια του για να τα διαβάσει τα ιερά βιβλία. Ο µικρός Σρούλικ παίζει µπάλα µέσα στο δωµάτιο.
Ο παππούς Αβραάµ κάνει να ανοίξει το ένα βιβλίο και του πέφτουν κάτω τα γυαλιά. Απλώνει το χέρι του να τα σηκώσει αλλά δεν τα φτάνει. Αντιλαµβάνεται ότι για τις επόµενες τρεις ώρες είναι καταδικασµένος σε πλήρη αδράνεια. Μια βαθιά λύπη τον κατακυριεύει και ξεσπάει σε κλάµατα. Ο µικρός Σρούλικ που παίζει στο δωµάτιο ακούει ξαφνικά τους λυγµούς του παππού. Έρχεται κοντά του, βλέπει ότι κλαίει, απορεί και τον ρωτάει: «Παππού γιατί κλαις;». Ο παππούς αποκρίνεται: «Αχ, δεν έχω τίποτε. Μόνο δώσε µου τα γυαλιά που έπεσαν κάτω». Ο Σρούλικ του δίνει τα γυαλιά και ο παππούς είναι πάλι σε θέση να διαβάσει τα βιβλία του. Η µαµά επιστρέφει από την αγορά και ο µικρός Σρούλικ, ακόµη απορηµένος, της διηγείται για το κλάµα του παππού. «Γιατί;», αναρωτιέται, και εάν µπορούσε, θα πρόσθετε: «είναι δυνατόν να κλαίει κανείς για ένα τίποτε;». Η αδελφή του η Εσθήρ γυρίζει από το σχολείο, τρέχει στο δωµάτιό της, πέφτει στον καναπέ και κλαίει µε λυγµούς. Η µαµά Ρέβκα πάει κοντά της και ρωτάει τι συνέβη. Με δυσκολία ακούγονται τα λόγια της από τα αναφιλητά: «Πρώτα όλοι έλεγαν ότι είµαι η αρχόντισσα της τάξης. Τώρα µου σκίζουν τα τετράδια και λένε ότι δεν είµαι τίποτε». Η µητέρα την παρηγορεί λέγοντας: «Αχ, βρε κουτό, αξίζει για µια τέτοια βλακεία να κάθεσαι να κλαις;». Ο γιος ο Άρι που είναι 15 χρονών επιστρέφει το µεσηµέρι στο σπίτι. Τον φωνάζουν να έλθει για φαγητό, όµως εκείνος επιµένει να στέκεται έξω στο δρόµο µε µάτια βουρκωµένα. Ο πατέρας τον ρωτάει: «Γιατί κλαις; Τι συνέβη;». Η απάντηση του Άρι συνοδεύεται από λυγµούς. «Ένα κορίτσι µου συµπεριφέρθηκε πολύ προσβλητικά. ∆εν µου ρίχνει πια ούτε µια µατιά, κάνει πως δεν ακούει όταν της µιλώ». Ο πατέρας τον ακούει προσεκτικά και τον παρηγορεί: «Τι χαζοµάρα κι αυτή, να κάθεσαι να κλαις για µια κοπέλα. Αύριο κιόλας θα βρεις άλλη!».
Η µητέρα επιστρέφει αναστατωµένη από µια επίσκεψη. «Μου είπαν για το φόρεµά µου ότι είναι σαν πατσαβούρα, κι όµως είναι το καλύτερο που έχω». ∆ιηγείται, και τρέχουν τα δάκρυα. Ο άνδρας της ο Μορντεχάι απορεί: «Κλαις για ένα φόρεµα;». ∆εν µπορεί βέβαια να της υποσχεθεί καινούριο, γιατί δεν έχουν λεφτά. Άλλοι πηγαίνουν στη δουλειά µε δικό τους αυτοκίνητο, σκέφτεται, ενώ ο ίδιος –τι ντροπή!- είναι υποχρεωµένος να παίρνει το λεωφορείο. Η ντροπή του φέρνει δάκρυα στα µάτια. Ο παππούς αναλογίζεται γεµάτος απορία: «Στα χρόνια µας δεν είχε κανένας ιδιωτικό αυτοκίνητο. Τι το άσχηµο είναι να πηγαίνεις στη δουλειά µε το λεωφορείο; Είναι δυνατόν να κλαις γιατί δεν έχεις αυτοκίνητο;». Ο µικρός Σρούλικ κλαίει από το φόβο του. Φοβάται ότι πίσω από την πόρτα είναι κρυµµένος ένας διάβολος. Η µαµά του ανοίγει την πόρτα και του δείχνει ότι δεν είναι κανείς εκεί. Ο Σρούλικ όµως δεν σταµατάει να κλαίει, µόνο παρακαλεί τη µαµά του να τον πάρει αγκαλιά. Όλα τα δάκρυα είναι πικρά. Όποιος κατανοεί αυτό το γεγονός, έχει την ικανότητα να διαπαιδαγωγεί παιδιά - όποιος δεν το κατανοεί, δεν έχει τα προσόντα να είναι παιδαγωγός».


ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΡΟΣ ΓΟΝΕΙΣ 

Μην περιμένετε τα παιδιά σας να εκπληρώσουν την φιλοδοξίες σας. Βοηθήστε τους να γίνουν αυτοί που πραγματικά είναι, όχι αυτοί που εσείς θέλετε εσείς να είναι. Μην περιμένετε τα παιδιά σας να σας ανταποδώσουν ό,τι επενδύσατε για αυτά. Τους δώσατε την ζωή, πως να σας το ανταποδώσουν αυτό; Τα παιδιά σας θα δώσουν ζωή σε άλλα παιδιά και αυτά με την σειρά τους σε άλλα και αυτό είναι μια μη αναστρέψιμη πράξη ευγνωμοσύνης. Ποτέ μην ξεσπάτε τα νεύρα σας στο παιδί σας για να αποφύγετε την απογοήτευση αργότερα. Ό,τι σπέρνεις, θα θερίσεις. Μην υποτιμάτε τα προβλήματα του παιδιού σας. Τα πάντα στην ζωή δίνονται με βάση αυτά που μπορούμε να αντέξουμε. Να θυμάστε, ότι η ζωή ενός παιδιού είναι εξίσου δύσκολη με την δική σας, και ότι δεν έχει καθόλου εμπειρία. Οι πιο σημαντικές συγκρούσεις είναι οι συγκρούσεις με τα παιδιά μας. Να τους δίνετε περισσότερη προσοχή, καθώς ποτέ δεν ξέρουμε με ποιον θα συγκρουστεί αυτό το παιδί.
Μην είστε σκληροί με τον εαυτό σας, αν δεν μπορείτε να κάνετε κάτι για το παιδί σας. Απλά να θυμάστε, ότι ποτέ δεν έχετε κάνει αρκετά, αν δεν έχετε κάνει ό,τι καλύτερο μπορείτε. Μάθετε να αγαπάτε και τα παιδιά των άλλων. Ποτέ μην φέρεστε στο παιδί κάποιου άλλου, όπως δεν θέλετε να συμπεριφέρονται στο παιδί σας. Ένα παιδί δεν είναι ένας τύραννος που καταλαμβάνει την ζωή σας. Δεν είναι απλά το αίμα σας. Είναι ένα πολύτιμο Κύπελλο Ζωής που σας δόθηκε για να ανάψετε την δημιουργική φλόγα του. Είναι μια δήλωση αγάπης που μοιράζεται ανάμεσα σε δυο άτομα και από την στιγμή της γέννησής του δεν πρόκειται απλά για την ανατροφή ενός παιδιού, αλλά για μια ζωντανή ψυχή. Ποτέ μην μειώνετε το παιδί σας! Να αγαπάτε το παιδί σας άσχετα από το ποιος είναι ή τι κάνει, ακόμα και αν δεν είναι πετυχημένοι ως ενήλικες. Να χαίρεστε, όταν επικοινωνείτε μαζί τους, γιατί τα παιδιά είναι η γιορτή της ζωής και είναι πάντα μαζί σας.
 Αποσπάσματα από την παιδαγωγική φιλοσοφία του Τα παιδιά δεν είναι άνθρωποι του αύριο αλλά άνθρωποι του σήμερα. Έχουν το δικαίωμα να τα παίρνουν στα σοβαρά και να τους φέρονται με σεβασμό και τρυφερότητα. Πρέπει να τους επιτρέπεται να μεγαλώνουν σε αυτό που θέλουν να γίνουν, στο άγνωστο άτομο που υπάρχει μέσα στο καθένα από αυτά και που αποτελεί την ελπίδα για το μέλλον. Δύο δικαιώματα είναι ιδιαιτέρως σημαντικά, το δικαίωμα να τα αγαπούν και το δικαίωμα να τα σέβονται. Ισότητα θα πρέπει να κυριαρχεί ανάμεσα στα παιδιά και στους ενήλικες Οι άνθρωποι μιλάνε με μεγαλύτερο σεβασμό για τους ηλικιωμένους ενώ μιλάνε προστατευτικά και συγκαταβατικά για τα παιδιά. Λάθος. Τα παιδιά αξίζουνε σεβασμό όπως ακριβώς κι οι μεγάλοι. Μπορεί να μην ξέρουν πολλά και μπορεί να μην είναι σε θέση να κάνουν πολλά, είναι ωστόσο το μέλλον, αυτό που θα γίνουν όταν μεγαλώσουν προστάζει να τα σεβόμαστε όσο και τους μεγάλους. Πολλά παιδιά αντιδρούν απέναντι στην υποκρισία των ενηλίκων, οι ενήλικες δεν αντέχουν να κρίνονται από τα παιδιά. Δεν τους επιτρέπουμε να αντιλαμβάνονται τα λάθη μας, τις αστοχίες μας. Παρουσιαζόμαστε μπροστά τους με το ρούχο της τελειότητας, παίζουμε μαζί τους με σημαδεμένα χαρτιά. Κερδίζουμε ενάντια στις ταπεινές κάρτες της παιδικής ηλικίας με τους άσσους του ενήλικα. Απατεώνες, αυτό είμαστε, ανακατεύουμε την τράπουλα με τέτοιο τρόπο ώστε δίνουμε στον εαυτό μας όλα τα καλά χαρτιά.
Υπάρχουν πολλά τρομερά πράγματα στον κόσμο αλλά το χειρότερο είναι το να φοβάται το παιδί τον πατέρα την μητέρα ή τον δάσκαλό του. Λανθασμένη είναι και η υπερβολική προστασία, τα παιδιά πρέπει να αποκτούν εμπειρίες να παίρνουν ρίσκα, να μαθαίνουν από τα λάθη τους. Όσο περισσότερο τρομάζει μια μάνα των ευκατάστατων τάξεων στη σκέψη ενός πιθανού θανάτου του παιδιού της, τόσο πιο λίγες δυνατότητες έχει το παιδί να γίνει άνθρωπος ως ένα βαθμό σωστά ανεπτυγμένος σωματικά και πνευματικά αυτοτελής. […]
Η πόρτα; θα πιάσει το δάχτυλο. Tο παράθυρο; θα σκύψει και θα πέσει. Tο κουκούτσι;– θα πνιγεί. H καρέκλα; θα τη ρίξει πάνω του. Tο μαχαίρι; θα κοπεί. Tο ξύλο; θα βγάλει το μάτι. Mάζεψε από το χώμα κάποιο κουτί; – θα μολυνθεί. Tο σπίρτο; πυρκαγιά, φωτιά. […]
Με το φόβο ο θάνατος να μη μας αρπάξει το παιδί, 
το αρπάζουμε εμείς από την ζωή.

Μη θέλοντας να πεθάνει, δεν το αφήνουμε να ζήσει.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Robert Burns, Τραγούδι

Ο Ρόμπερτ Μπερνς (25 Ιανουαρίου 1759 – 21 Ιουλίου 1796
είναι ο εθνικός ποιητής της Σκωτίας.




Η αγάπη μου τριαντάφυλλο τ’ Απρίλη
κόκκινο φρεσκοανοιγμένο.
Η αγάπη μου σαν μελωδία
σε σκοπό γλυκοτραγουδισμένο.

Όσο είσαι όμορφη μικρή ξανθούλα
τόσο σ’ αγαπώ με πάθος,
και θα σ’ αγαπώ για πάντα
ώσπου οι θάλασσες στερέψουν ως το βάθος.

Κι ώσπου, αγάπη μου, παντού να στερέψει,
και αν ο ήλιος κάθε βράχο λιώσει,
όσο η άμμος της ζωής θα τρέχει
η αγάπη μου ποτέ για σε δεν θα τελειώσει.

Σε χαιρετώ αγάπη μου μοναδική
φεύγω μονάχα για μια στιγμή!
Και θα ’ρθω να σε ξαναβρώ
και χίλια μίλια αν είναι να διαβώ.

Μετάφραση: Παναγιώτα Παπαδοπούλου
(Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τεύχος 1584, 1 Ιουλίου 1993)

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

"Κύπρος Θαλασσοφίλητη", η εισβολή του 1974 στη λογοτεχνία

Κύπρος της αγάπης και του ονείρου

Κώστας Μόντης, Της εισβολής

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.

Τηλέμαχος Κάνθος, Δεκέμβρης του '63, 1964, Ξυλογραφία




Τηλέμαχος Κάνθος, Στην Πέτρα της υπομονής, 1976



Αχιλλέας Πυλιώτης, Έτσι θα ζούμε
(Απόσπασμα)

Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτή τη ρημαγμένη γη
Χωρίς ύπνο, χωρίς ανάσα,
διπλά και τρίδιπλα προδομένοι –από ξένους και δικούς
ξαγρυπνημένοι να πλανιόμαστε μες στο πηχτό σκοτάδι
αλαφιασμένοι να πλανιόμαστε μες στα συντρίμμια  5
ψάχνοντας απελπισμένα για τα παιδιά μας
ανάμεσα στα παραμορφωμένα πτώματα
ανάμεσα στα παραφθαρμένα ονόματα των καταλόγων.

Έτσι θα ζούμε του λοιπού σ’ αυτό τον κατασπαραγμένο τόπο.
Με παραμορφωμένο πρόσωπο από τον τόσο πόνο  10
αλλόφρονες από τις τόσες πληγές της ψυχής μας
θα ψάχνουμε ανάμεσα στα χαλάσματα
να βρούμε τους κρυμμένους τάφους
θα σκάβουμε με τα νύχια
να βρούμε τους δικούς μας  15
να βρούμε ένα σημάδι τους –ένα ρούχο
ένα παπούτσι, ένα χαρτί με τ’ όνομά τους
κι ύστερα σιωπηλά –πού δύναμη να τους κλάψουμε,
έτσι απλά, έτσι κρυφά
να τους ξανασκεπάσουμε με χώμα.  20
(Ύστερα πολύ θα ’ρτουν οι ακολουθίες
οι τελετές, οι επικήδειοι λόγοι
και τα μνημόσυνα). […]


Κώστας Μόντης, Τουρκική εισβολή ΙΙ

Αυτή η κούκλα με το κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;


Κώστας Π. Μιχαηλίδης, Σήματα
η΄
Ο δρόμος προς την Κερύνεια
Ο δρόμος πάει λοιπόν προς την Κερύνεια.
Λίγο πιο πέρα βλέπεις τα βουνά
Μια υποψία η θάλασσα.

– Τα βουνά δεν είναι από σάρκα,
μου είπες. 5
Μένουν απλώς εκεί που ήταν πάντα.
Τους πεθαμένους ποιος τους λογαριάζει;

Πάνω σε μια πλαγιά,
στην κορυφή του άγιου Ιλαρίωνα
ή στο ακρογιάλι; 10
Δεν φτάνει ένα καμπαναριό
ούτε το δέντρο στην πλατεία του Μπέλλα-Παΐς
να τους λυτρώσει.
Ο χαμός περισσεύει
μέσα στους δρόμους 15
εκεί που χτες ακόμα
οι άνθρωποι έπαιζαν το ανύποπτο παιχνίδι τους.

Πόσα χρόνια στέκει αυτό το κάστρο;
Ανεβαίνεις απάνω του
όπως πριν οκτώ αιώνες.   20
Η πέτρα βαριά, η καταπακτή
γυρίζει όπως ο μύλος στο βυθό της γης.
Φωνή χαμένη που έρχεται και ξανάρχεται.

Στην Κερύνεια
που έγινε όνειρο   25
πόσο μας πνίγει τούτος ο καιρός
ασήκωτος ο καιρός που την πατά.

Προς τα πού;
Μάταια κοιτάζεις τα βουνά.
Αυτόν τον δρόμο τον έχουν κλείσει.   30
Κτυπούν ακόμα τον βράχο,
δένουν το βουνό όπως τότε
που οι κόρες του Ωκεανού θρηνούσαν
κάτω απ’ τον ίσκιο του.

Οι ελιές όμως   35
που ρίζωσαν μαζί με τον κύκλο του ήλιου
ξέρουν να περιμένουν.
Πέρασαν μέσ’ από την τραγωδία του ονείρου
που γίνεται χώμα, κρασί, λεμονανθός
που γίνεται ποτήρι πάνω σ’ ένα τραπέζι 40
ενώ οι άνθρωποι γύρω κάθονται να ξεδιψάσουν

στο φτωχό σπίτι του ψαρά
που διάφανο άπλωσε για να χωρέσει ένα καράβι
βουλιαγμένο πριν τρεις χιλιάδες χρόνια στον βυθό.

Δεν τον αφήνεις αυτόν τον δρόμο   45
τον φραγμένο με συρματοπλέγματα.
Βουλιάζει κι αυτός μέσα σου όπως το καράβι
σε πληγώνει μαζί με το σίδερο που τον φράζει
σε διαπερνά όπως τα χώματα το φως.
Τους πεθαμένους δεν μπορείς να τους ξεχάσεις.   50

Θα σε κυνηγήσουν οι Ερινύες

σ’ αυτόν τον δρόμο που πάει προς την Κερύνεια.

Τηλέμαχος Κάνθος, Τέσσερις αιχμάλωτοι, 1976


Κώστας Π. Μιχαηλίδης, Αυτογνωσία
 ε’

Τα χωριά μας είναι πελεκητά
πάνω σε γκρεμούς
ζυμωμένα με πλιθάρι στην αγκαλιά του κάμπου
κι απάνω τους ο θεός
που μας κοιτάζει πίσω από το πρόσωπο   5
με τη διπλή ματιά του

Δουλεύουμε το στάρι και τ’ αμπέλι
κοιμόμαστε στον ίσκιο της πορτοκαλιάς
κι η ελιά μετρά το φως που μας σκεπάζει,

Κι ολημερίς κτίζουμε τα σπίτια μας   10
από χώμα και πέτρα
από θεούς και εικόνες
σπασμένα μάρμαρα και υδρίες πολλές.

Και πάλι βουλιάζουμε στο χώμα
στο σύνορο μιας άλλης γης   15
στην άκρη, που μας κρατά μετέωρους
μαζί με τις πέτρες και τους θεούς μας

Κι όλο και ξανακτίζουμε τα σπίτια μας,
κάτω από τη διπλή ματιά του θεού.
Τηλέμαχος Κάνθος, Θρήνος γυναικών, 1976




Κυριάκος Πλησής, Τα παιδιά

Είχαν έναν μπαξέ και φύτευαν λουλούδια·
κάναν βαρκούλες και τις ρίχνανε στη λίμνη·
σεργιάνιζαν στους κήπους τ’ ουρανού
και στο λιβάδι με τις μαργαρίτες.

Παίζαν με τη φτερούγα του αγγέλου   5
και με το στέμμα της ξανθής νεράιδας·
χτίζαν φωλιές στο στόμα τους τ’ αηδόνια·
γελάγανε κι ανοίγανε οι εφτά ουρανοί.

Ήρθαν απ’ τον βοριά κατακαλόκαιρα
με τα τσεκούρια και με τις φωτιές τους.   10
Ρήμαξαν τον μπαξέ μαδήσαν τα λουλούδια.

Χρόνοι πολλοί καθίσανε στην πλάτη των παιδιών·
ξέχασαν πια πώς να γελάνε.



Ρήνα Κατσελλή, Πρόσφυγας στον τόπο μου
(Aποσπάσματα)

15.7.1974 (10.20΄ π.μ.) :

Ναι, στο πατρικό σπίτι όπως τις χρονιάρες μέρες του 1963. Και τώρα όχι για φασαρίες με αλλόφυλους, παρά για φασαρίες μεταξύ μας. Η Εθνική Φρουρά, λέει η ανακοίνωση ανάμεσα στα εμβατήρια που μεταδίδει ο ραδιοσταθμός, πήρε την εξουσία, για να εμποδίσει «εμφύλιο σπαραγμό» και προσθέτει πως ο Μακάριος είναι νεκρός.
Ακούω τα εμβατήρια περιμένοντας την επόμενη ανακοίνωση και γράφω ψύχραιμα. «Ποιος πάει για το καλύτερο κανείς δεν ξέρει». Μικρά πιόνια για να κερδηθεί το παιχνίδι της Παγκόσμιας Ανοησίας. Πόσες μάνες θα κλάψουν! Τι θ’ απογίνουμε; Δεν ξέρω. Κείνο που έχει σημασία είναι να μη χάσουμε την αξιοπρέπειά μας. Μέσα στη μικρότητα να κρατήσουμε την ταυτότητά μας: Έλληνες Κύπριοι με αξιοπρέπεια 40 αιώνων. Δεν λέω τίποτε άλλο. Η καρδιά μου είναι σφιγμένη κόμπο. […]

2.45΄ μ.μ.:

Βγήκα στη στέγη του σπιτιού. Καλοκαιριάτικο λιοπύρι, κάψα, τζιτζίκια. Κάτω στο βάθος η ελληνική σημαία κυματίζει στο φρούριο της Κερύνειας και γύρω από αυτήν στρατιώτες οπλισμένοι, έτοιμοι με το πρώτο πρόσταγμα να σκοτώσουν, αδελφούς Έλληνες… Ήδη κοντέψαν να ανοίξουν πυρ στα γυναικόπαιδα, που πήγαν να κάμουν συλλαλητήριο…
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων…» Τι βγήκε από τα κόκκαλα των Ελλήνων; Εμφύλιος σπαραγμός, διχτατορία. Πριν από καιρό βγήκε και Λευτεριά. Πριν από καιρό!... Λίγη λογική αν έβγαινε. Λογική κι αδελφική αγάπη… […]

Τηλέμαχος Κάνθος, Αιχμάλωτος Ι, 1977



[20.07.1974]

[…] Πήγαμε περπατητοί στο ξενοδοχείο, αφήνοντας μισογεμάτα τα φλιτζάνια του τσαγιού. Από πάνω μας βούιζαν πενηνταριές αεροπλάνα, από το φρούριο ακούονταν οι πρώτες ριπές των αντιαεροπορικών. Τρυπώσαμε αμέσως στα υπόγεια του μεγάλου ξενοδοχείου, που ήταν ήδη γεμάτα από τους ξένους τουρίστες και τους υπαλλήλους που έμεναν εκεί.
Σαν πέρασε η πρώτη εντύπωση, βγήκαμε πάνω και δώσαμε ένα γύρο στο ξενοδοχείο. Οι πρώτες ρουκέτες από τα αεροπλάνα έπεσαν ακριβώς στη βορινή ταράτσα του, σπάζοντας τρία τεράστια τζάμια του σαλονιού και του μπαρ. Σαν είδαν όμως πως η αντίσταση ήρθε από το φρούριο, στράφηκαν κατά κει κι όπως φαινόταν το σφυροκοπούσαν άγρια. Κοιτώντας προς τη θάλασσα, είδαμε και τούρκικα πολεμικά πλοία. Τόσο κοντά μας! Η τούρκικη εισβολή, που από τα Χριστούγεννα του 1963 κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας, ήταν πια γεγονός. Καθυστέρησε 11 χρόνια, μα ήρθε με όλη της την αγριότητα. […]

Ξ ε ν ο δ ο χ ε ί ο D O M E 21.7.1974:

Αυγή. Μόλις που διακρίνω και γράφω. Γύρω πόλεμος, πόλεμος και κανένας δεν ενδιαφέρεται να τον σταματήσει. […]

1.9.1974:

Χτες θυμήθηκα την περικοπή του Ευαγγέλιου «Θησαυρίζετε θησαυρόν εν τω ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε σκώληξ αφανίζει, ουδέ κλέπται διορίσσουσι, ουδέ κλέπτουσι». Πόσο κατάλαβα αυτή την περικοπή! Ναι, το ζήτημα είναι να μην αφήσουμε να μας λεηλατήσουν την ψυχή μας. Να μην αφήσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο να σκληρύνει, ή να ασκημίσει με τις αδικίες που μας κάνουν. Να μείνουμε και στην προσφυγιά μας αξιοπρεπείς, να’ χουμε πάντα τους ανιδιοτελείς στόχους μας. Και να παλεύουμε. Κι αν μας αδίκησαν, να μη γίνουμε εμείς άδικοι κι αν μας λεηλάτησαν τ’ αγαθά μας, να μη λεηλατήσουμε κι εμείς την ψυχή μας από ό,τι καλό και αγαθό έχει. […]

Τηλέμαχος Κάνθος, Αιχμάλωτος ΙΙ, 1977


Χριστούγεννα 1974:

Τα πρώτα Χριστούγεννα της προσφυγιάς μας. Εύχουμαι να μη ζήσουμε και δεύτερα τέτοια. Εμείς τα περάσαμε χωρίς να πεινάσουμε και να κρυώσουμε. Όμως οι άλλοι; Σήμερα μου ’λειψε πάρα πολύ η Κερύνεια, αν και πάνω από το πατροπαράδοτο πιάτο με τη σούπα αυγολέμονο είπα «Δόξα Σοι ο Θεός», πριν αρχίσουμε το μεσημεριανό.
Να γράψω για το θείο βρέφος, για το θαύμα της αγάπης, για την επί γης ειρήνη; Ο καθένας πρέπει να βρει –να παλέψει για να βρει– την αγάπη και την ειρήνη. Σήμερα η δική μου ψυχή δεν γονάτισε μπροστά στο θείο βρέφος. Όχι από ολιγοπιστία, μα γιατί εδώ και πολλούς μήνες είναι διαρκώς γονατισμένη. […]

Τηλέμαχος Κάνθος, Αιχμάλωτος ΙΙΙ, 1977

30.12.1974:

Προτελευταία μέρα του χρόνου. Συνήθως αυτό τον καιρό έκανα απολογισμό της χρονιάς. Φέτος τι πρέπει να κάνω άραγε; Να μετρήσω τον πόνο μου; Δεν μετριέται ο πόνος αυτού που του τα πήραν όλα. Να κάνω σχέδια για το μέλλον; Έκανα τόσα στις προηγούμενες χρονιές. Πολλά τα είδα να πραγματοποιούνται ύστερα από κόπους και μόχθους. Μελέτες, σκίτσα, πίνακες, νοικοκυριά του σπιτιού, κεντήματα. Όλα χαμένα. Το μόνο που απομένει είναι η ελπίδα του γυρισμού στον τόπο μας, στα λεηλατημένα σπιτικά μας, για ν’ αρχίσουμε από την αρχή. Αυτό δεν είναι, βέβαια, στο χέρι μου, όμως θα διατηρήσω την ελπίδα, ας είναι και στραπατσαρισμένη.
Κάθουμαι στη βαριά σκιά αυτού του πόνου και χαιρετώ τον χρόνο που φεύγει. Κάθουμαι στη βαριά σκιά του και χαιρετώ τον καινούργιο χρόνο που με βρίσκει στην προσφυγιά. Μέσα μου ό,τι ήταν ακλόνητο έχει μείνει. Ό,τι ήμουν εξακολουθώ να είμαι. Κι ό,τι αγαπώ «γεννιέται αδιάκοπα» κι ό,τι αγαπώ «βρίσκεται στην αρχή του πάντα». Κι είναι τόσο ωραίο να βγαίνεις γυμνός από το καμίνι της άδικης συμφοράς και να βλέπεις πως καμιά φλόγα δεν σου τσουρούφλησε την ψυχή, πως δεν μπόρεσαν να σου κάψουν αυτά που κουβαλούσες μέσα σου, γιατί αυτά είναι πιο δυνατά από όλες τις δυνάμεις του κακού. […]

Τηλέμαχος Κάνθος, Η Φυγή, 1977


Τηλέμαχος Κάνθος, Μαύρο Θέρος ' 74


31.12.1974:
Παραμονή για ένα καινούργιο χρόνο, σ’ ένα τόπο που δεν είναι ο «δικός μου», σ’ ένα σπίτι που δεν μου ανήκει, προσπαθώντας να πνίξω την κραυγή που βγαίνει από τις μετέωρες ρίζες μου, καθώς ζητούν να ξαναγυρίσουν στα χώματα, που τις είχαν βάλει οι πρόγονοί μου, εδώ και 40 αιώνες.
Περιμένω τον καινούργιο χρόνο χωρίς καμιάν ευχή για ευτυχία. Τον περιμένω με μια ταπεινή παράκληση: να έχει για μας λιγότερο πόνο και λιγότερη αδικία από τον τωρινό. Αυτό μονάχα.

πηγή : Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας Β’, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου



Τηλέμαχος Κάνθος, Στ' αγκαθερά της Τηλλυριάς, 1978