Blogger Widgets

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Η Ιρανή ποιήτρια Φορούγ (Forough Farrokhzaad)


Η αιχμάλωτη 

Σε λαχταρώ, παρόλο που ξέρω, ότι ποτέ
δε θα μπορέσω να σε αγκαλιάσω ολόκαρδα.
Είσαι ο γαλάζιος καθαρός ουρανός.
Κι εγώ, στη γωνιά, σε κλουβί, είμαι το αιχμάλωτο πουλί.
Πίσω από τα κρύα και τα σκοτεινά κάγκελα,
σε σημαδεύω έκπληκτη με μετανιωμένο βλέμμα .
Μπας και κάποιο χέρι να βρεθεί, και να ανοίξω φτερά προς εσένα.
Ονειρεύομαι πως σε μια στιγμή αμέλειας,
μπορεί να πετάξω από τούτη τη σιωπηρή φυλακή.
Ακόμα και αν ο φύλακας το θελήσει,
δεν μου έχει μείνει ανάσα, αλά ούτε αεράκι για να με απογειώσει.
Πίσω από τα κάγκελα, κάθε λαμπερό πρωί,
το βλέμμα ενός παιδιού μου χαμογελά.
Και όταν αρχίσει το τραγούδι της χαράς μου, τα χείλη του μου προσφέρουν το φιλί.
Ω ουρανέ, θέλω μονάχα μια μέρα,
να πετάξω απ’ αυτό το βουβό κελί.
Τι να απαντήσω στα μάτια του κλαμένου παιδιού;
Ξέχασε με, ουρανέ, είμαι το αιχμάλωτο πουλί.
Είμαι το κεράκι που σκορπά φως στα χαλάσματα, με την φλόγα της καρδιάς του.
Εάν θελήσω να διαλέξω το σιωπηλό σκοτάδι, θα φέρω τη φωλιά μου στα χαλάσματα.


Άλλη γέννηση “Tavalodi digar”

Όλη μου η ζωή είναι ένα σκοτεινός στίχος
Που σε παίρνει διαιωνίζοντας
Ως την αυγή της αιωνίας άνθησης κι ανάπτυξης
Σε αυτό το στίχο σε αναστέναξα, Αχ
σε αυτό το στίχο, σε μπόλιασα στο δένδρο, στο νερό και στη φωτιά.
Η Ζωή, ίσως, είναι
Ένας μακρύς δρόμος που το περνά κάθε μέρα, μια γυναίκα με ένα ζεμπίλι.
Η Ζωή, ίσως, είναι
Ένα σκοινί, που το δένει στο λαιμό του ένας άνδρας, για να κρεμαστεί από ένα δένδρο.
Η Ζωή, ίσως, είναι ένα παιδί που επιστρέφει από το σχολείο.
Η Ζωή, ίσως, είναι
Άναμμα ενός τσιγάρου στη ναρκωμένη και χαλαρή διάσταση ανάμεσα σε δύο συνουσίες.
Ή, είναι το χαμένο βλέμμα ενός διαβάτη που με έναν ανόητο χαμόγελο, βγάζοντας το καπέλο του, λέει σε άλλο διαβάτη, «Καλημέρα σας»;
Η Ζωή, ίσως είναι
αυτή η κλειδωμένη στιγμή που το βλέμμα μου αυτοκαταστρέφεται στις κόρες των ματιών σου. Και σε αυτό διακρίνεται η αίσθηση που εγώ τη συγχωνεύω με την νόηση του φεγγαριού και την αντίληψη του σκότους.
Σε μία κάμαρα, όσο είναι η μοναξιά
Η καρδιά μου, που είναι όσο η αγάπη
Κοιτά τις απλές δικαιολογίες της ευτυχίας της,
Στην όμορφη αποσύνθεση των λουλουδιών στην γλάστρα, στο δενδρύλλιο που φύτεψες στην αυλή μας, στα τραγούδια των καναρινιών, που τραγουδάνε όσο είναι το παράθυρο.
Αχ,
Τόσο είναι το μερίδιο μου
Τόσο είναι το μερίδιο μου
Το μερίδιο μου
Είναι ο ουρανός που κρύβεται με το κρέμασμα μίας κουρτίνας.
Το μερίδιο μου, είναι το κατέβασμα από παρατημένες σκάλες, και μεταμόρφωση σε κάτι σάπιο και ξένο.
Το μερίδιο μου, είναι μία θλιβερή βόλτα στο κήπο των αναμνήσεων, και στο ξεψύχισμα για τη θλίψη μίας φωνής που μου λέει,
«Αγαπώ τα χέρια σου»
Φυτεύω τα χέρια μου στον κήπο,
Θα φυτρώσω, το ξέρω, το ξέρω, το ξέρω,
Και τα χελιδόνια στο βαθούλωμα των μελανιασμένων δάχτυλων μου,
Θα γεννήσουν τα αυγά τους.
Κρεμάω στα δύο μου τα αυτιά,
δυο δίδυμα κεράσια
και τα νύχια μου, τα επιστρώνω με πέταλα από ντάλια
Εκεί υπάρχει ένα σοκάκι,
Τα αγόρια που με είχαν ερωτευτεί, ακόμα,
με τα ίδια ανακατωμένα μαλλιά, λεπτούς λαιμούς και αδύνατα πόδια,
σκέπτονται το αθώα χαμόγελο του κοριτσιού πού, ένα βράδυ, την πήρε ο άνεμος.
υπάρχει ένας δρομάκος που η καρδιά μου τον έχει κλέψει από τις παιδικές μου γειτονιές.
Ταξίδι του όγκου στην γραμμή του χρόνου
Κυοφορία της γραμμής του χρόνου από τον όγκο.
Όγκος από μια συνειδητή εικόνα
Που επιστρέφει από τη γιορτή κάποιου καθρέπτη.
Και έτσι είναι που, κάποιος πεθαίνει, και
κάποιος παραμένει
Κανένας ψαράς δε θα ψαρέψει μαργαριτάρια σε φτωχό ρυάκι που καταλήγει σε χαβούζα.
Εγώ,
Γνωρίζω μία μικρή θλιμμένη νεράιδα
Που ζει στο ωκεανό
Που παίζει τη μελωδία της ψυχή της με μία φλογέρα.
Παίζει, μαλακά, μαλακά
μικρή θλιμμένη νεράιδα
που πεθαίνει το βράδυ με ένα φιλί
και στη χαραυγή, θα ξαναγεννηθεί με ένα φιλί


Ο άνεμος θα μας πάρει μαζί του

Στη μικρή μου νύχτα, τι κρίμα
Ο άνεμος έχει συνάντηση με τα φύλλα των δένδρων.
Στη μικρή μου νύχτα, το άγχος είναι καταστροφή.
Άκου,…
Ακούς τη πνοή του σκότους;
Παρατηρώ αυτή την ευτυχία, σαν ξένη
Είμαι εθισμένη στην απελπισία μου
Άκου,…
Ακούς τη πνοή του σκότους;
Τώρα, κάτι διασχίζει τη νύχτα
Το φεγγάρι, επίμονο και ανήσυχο
Και σε αυτή τη σκεπή, που κάθε στιγμή πάει να πέσει,
τα σύννεφα, σαν τσούρμο των θρηνητών
Λες περιμένουν τη στιγμή της βροχής
Μια στιγμή
Και ύστερα,.. τίποτα
Πίσω..
Απ αυτό το παράθυρο, η νύχτα τρέμει
Και η Γη, θα παύσει να στρέφεται
Πίσω απ αυτό το παράθυρο, το αδιευκρίνιστο ανησυχεί, για σε και για μένα
Παντοτινή μου φρεσκάδα (πράσινο)
Βάλε τα χέρια σου, στα ερωτευμένα χέρια μου, σαν τη φλογερή ανάμνηση
Και άφησε τα χείλια σου, στα χάδια των ερωτευμένων χειλιών μου, σαν τη ζεστή αίσθηση της ύπαρξης
Ο άνεμος θα μας πάρει,
Ο άνεμος, θα μας πάρει μαζί του.

μετάφραση από τα Φαρσί Καμάλ Νιρουμάντ Ραχιμί)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου